Λέγοντας ψηφιδωτό εννοούμε, συνήθως, μια αρχιτεκτονική επιφάνεια - δάπεδο, τοίχο, οροφή - που καλύπτεται από ένα διακοσμητικό στρώμα αποτελούμενο από ψηφίδες. Οι ψηφίδες αυτές μπορεί να είναι από φυσικά υλικά - πέτρες, μάρμαρα, φίλvτισι, κοράλι, ημιπολύτιμους λίθους, κόκαλο, κοχύλια κ.α. - ή από κατασκευασμένα υλικά (κεραμίδι, υαλόμαζα, γυαλί, σμάλτο κ.α.). Οι ψηφίδες, ή τα πετραδάκια αυτά, είναι στερεωμένες πάνω στην επιφάνεια που διακοσμούν με τη βοήθεια κονιάματος, είδος λάσπης.
Ο όρος μωσαϊκό που είναι συνώνυμος του όρου ψηφιδωτό εμφανίζεται για πρώτη φορά σε λατινικά κείμενα, πολύ αργά και με ακρίβεια στο "Scriptores Historiae Augustai" ενός από τους συγγραφείς της Αυγουστιανής Ιστορίας τον SPARTIANOUS. H ονομασία μωσαϊκό κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την ελληνική λέξη Μούσα και πιο συγκεκριμένα ίσως συνδέεται με μια ιερή σπηλιά σε προάστιο της Ρώμης αφιερωμένη στις Μούσες διακοσμημένη με ψηφιδωτά. Το ψηφιδωτό δάπεδο στα λατινικά λεγότανε "pavimentum tesseris structum" και στα ελληνικά βρίσκουμε τους όρους «δάπεδον... εν αβακίσκοις συγκείμενον εκ παντίων λίθων» (Αθηναίος, Δείπνος, 5,207) ή «έδαφος εκ ψήφων πολυτελών συγκείσθαι», «εκ ψήφων γέγραπται» κλπ.
Ο τεχνίτης που έφτιαχνε τα ψηφιδωτά λεγόταν ψηφοθέτης ή κυβευτής. Στα λατινικά γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στον ψηφοθέτη δαπέδων δηλ. τον tesselarius, teserarios ή tesselator, και τον τεχνίτη που έφτιαχνε τα εντοίχεια ψηφιδωτά, musivarius, museiarius ή musearius.